- πεντέπηχυς
- πεντέ-πηχυς, υ, [dialect] Att. for πεντάπηχυς, Ael. Dion. Fr. 153.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεντέπηχυς — υ, Α (αττ. τ.) βλ. πεντάπηχυς … Dictionary of Greek
πεντάπηχυς — υ / πεντάπηχυς και αττ. τ. πεντέπηχυς, υ, ΝΑ αυτός που έχει μήκος ή πλάτος πέντε πήχεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πέντε + πῆχυς (πρβλ. δί πηχυς)] … Dictionary of Greek